- εκτρόπιο
- το (Α ἐκτρόπιον)νεοελλ.ιατρ. ασθένεια κατά την οποία γίνεται στροφή ενός βλεννογόνου προς τα έξω («εκτρόπιον τών βλεφάρων, τού τραχήλου τής μήτρας κ.λπ.»)αρχ.αρρώστια κατά την οποία στρέφεται το βλέφαρο ανάποδα, προς τα πάνω, ώστε να φαίνεται το εσωτερικόσαρκική υπόφυση που με το βάρος της εκτρέπει το βλέφαρο.
Dictionary of Greek. 2013.